κατα-στορέννῡμι

κατα-στορέννῡμι

κατα-στορέννῡμι (s. στορέννυμι), hinbreiten, überbreiten, bedecken; κώεα καστορνῦσα ϑρόνοις ἔνι δαιδαλέοισιν Od. 17, 32; Ἕκτορα λάεσσι κατεστόρεσαν, bedeckten ihn mit Steinen, Il. 24, 798; zu Boden strecken, ἐπιπεσόντες δὲ κατεστόρεσαν αὐτέων ἑξακοσίους, erlegten 600, Her. 9, 69, vgl. 8, 53; Xen. Cyr. 3, 3, 28; τὴν ϑάλατταν, das bewegte Meer glatt machen, ebnen, beruhigen, Sp.; übertr., ἀνωμαλίαν Plut. Lyc. et Num. 2, τὴν φιλοτιμίαν Lucull. 5, καὶ ἀναπαῦσαι τὴν πόλιν Nic. 9, u. öfter bei Sp. Vgl. καταστρώννυμι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταστορέσουσι — κατά στόρεννυμι aor subj act 3rd pl (epic) κατά στόρεννυμι fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατά στόρεννυμι fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώσω — κατά στόρεννυμι aor subj act 1st sg κατά στόρεννυμι fut ind act 1st sg κατά στόρεννυμι aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστρωμένα — κατά στόρεννυμι perf part mp neut nom/voc/acc pl κατεστρωμένᾱ , κατά στόρεννυμι perf part mp fem nom/voc/acc dual κατεστρωμένᾱ , κατά στόρεννυμι perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστορνύμενον — κατά στόρεννυμι pres part mp masc acc sg κατά στόρεννυμι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστορέσαι — κατά στόρεννυμι aor inf act καταστορέσαῑ , κατά στόρεννυμι aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρωννύντα — κατά στόρεννυμι pres part act neut nom/voc/acc pl κατά στόρεννυμι pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστρώσατε — κατά στόρεννυμι aor imperat act 2nd pl κατά στόρεννυμι aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστρωμένον — κατά στόρεννυμι perf part mp masc acc sg κατά στόρεννυμι perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστρωμένων — κατά στόρεννυμι perf part mp fem gen pl κατά στόρεννυμι perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεστρώννυον — κατά στόρεννυμι imperf ind act 3rd pl κατά στόρεννυμι imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατέστρωσαν — κατά , εἰσ τιτρώσκω wound aor ind act 3rd pl (homeric ionic) κατά στόρεννυμι aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”