- κατα-στείβω
κατα-στείβω, betreten, ἐφ' ἃς (δαίμονας) τὸ πρῶτον ἵκου καὶ κατέστειψας πέδον Soph. O. C. 468; – niedertreten, Sappho b. Demetr. eloc. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στείβω, betreten, ἐφ' ἃς (δαίμονας) τὸ πρῶτον ἵκου καὶ κατέστειψας πέδον Soph. O. C. 468; – niedertreten, Sappho b. Demetr. eloc. 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… … Dictionary of Greek
πολύστειβος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) αυτός στον οποίο πατούν, δηλ. πορεύονται, πολλοί, πολυπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στείβω «πατώ, καταπατώ, βαδίζω»] … Dictionary of Greek
πολύστιπτος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «πολυπόρευτρς». [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στιπτός (< στείβω «βαδίζω»)] … Dictionary of Greek
στιβεία — και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α 1. πάτημα 2. βάδισμα, περπάτημα 3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.) 4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῑν οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι… … Dictionary of Greek
στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] … Dictionary of Greek
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek
στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… … Dictionary of Greek