- κατα-στενάζω
κατα-στενάζω (s. στενάζω), = Folgdm, Alciphr. 3, 36 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στενάζω (s. στενάζω), = Folgdm, Alciphr. 3, 36 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεστεναγμέναι — κατά στενάζω sigh deeply perf part mp fem nom/voc pl κατεστεναγμένᾱͅ , κατά στενάζω sigh deeply perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστεναγμένον — κατά στενάζω sigh deeply perf part mp masc acc sg κατά στενάζω sigh deeply perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστέναζον — κατά στενάζω sigh deeply imperf ind act 3rd pl κατά στενάζω sigh deeply imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστενάζομεν — κατά στενάζω sigh deeply imperf ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστενάξαμεν — κατά στενάζω sigh deeply aor ind act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστέναζε — κατά στενάζω sigh deeply imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστέναξαν — κατά στενάζω sigh deeply aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστέναξας — κατά στενάζω sigh deeply aor ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεστέναξεν — κατά στενάζω sigh deeply aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυτικίζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κολάζειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με μύτιλος*. Άλλοι διορθώνουν το ερμήνευμα που παραδίδει ο Ησύχ. σε «στενάζειν» και συνδέουν τον τ. με μυττάζω «στενάζω» και «στένειν»] … Dictionary of Greek
μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… … Dictionary of Greek