- κατα-στεφής
κατα-στεφής, ές, bekränzt; ἀνήρ Soph. Tr. 177; Eur. Suppl. 259; Ap. Rh. 3, 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στεφής, ές, bekränzt; ἀνήρ Soph. Tr. 177; Eur. Suppl. 259; Ap. Rh. 3, 220.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νεοστεφής — ές (Α νεοστεφής, ές) αυτός που στέφθηκε πριν από λίγο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «νεόκρατος, ἐπὶ κρατῆρος, ὁ εἰς ὃν ἐγένετο νεωστὶ κρᾱσις οἴνου». [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. χρυσο στεφής] … Dictionary of Greek