- κατα-στύφελος
κατα-στύφελος, sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-στύφελος, sehr hart, fest, πέτρη, χῶρος, H. h. Herc. 124 Hes. Th. 806.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek