- προ-δείελος
προ-δείελος, vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-δείελος, vor Abend geschehend, σήραγγα προδείελος ἔστιχεν εἰς ἥν Theocr. 25, 223.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προδείελος — ον, Α αυτός που συμβαίνει ή γίνεται πριν από την εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δείελος «εσπερινός, δειλινός»] … Dictionary of Greek
δείλι — το (AM δείλη, η) το απόγευμα, μετά το μεσημέρι και προτού σκοτεινιάσει αρχ. 1. νωρίς το απόγευμα («ἤδη ἦν μέσον ἡμέρας, ἡνίκα δὲ δείλη ἐγένετο») ή αργά, προς το βράδυ («τῆς ἡμέρας ὅλης διῆλθον... ἀλλὰ δείλης ἀφίκοντο») 2. φρ. α) «δείλη πρωΐη» από … Dictionary of Greek