κατα-σπένδω

κατα-σπένδω

κατα-σπένδω, spenden, als Trankopfer ausgießen; χοὰς κατασπείσουσα Eur. Or. 1187; κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀμβροσίαν κατὰ σοῦ, über deinen Kopf her, Ar. Eq. 1094; durch Besprengungen mit Weihwasser zum Opfer weihen, ἄνϑρωπον κατασπείσαντες τύπτουσι μαχαίρᾳ D. Sic. 5, 31; vgl. Strab. IV, 197; πρόβατα κατεσπεισμένα, zum Opfer geweihte Schaafe, Plut. Alex, 50; absol., κατασπεῖσαι τοῖς ϑεοῖς Pol. 3, 11, 6; – τινά τινι, Einen mit Opfergaben beschenken, ehren, δακρύοις κατασπένδω σε Eur. Or. 1239; – sich Einem auf Leben u. Tod weihen, Plut. Sert. 14; vgl. κατάσπεισις u. Strab. III, 165; übh. weihen, τρισσοῖς ϑεοῖς κατεσπείσϑη πᾶς ὁ τεὸς βίοτος Antp. Sid. 73 (VII, 27).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • λοιβώμαι — λοιβῶμαι, άομαι (Α) [λοιβή] (κατά τον Ησύχ.) «λείβω, σπένδω, θύω» …   Dictionary of Greek

  • σπείσις — είσεως, ἡ, Μ (κατά τον Ζωναρ.) «σπονδή ἢ ἡ θυσία». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπεισ τού σπένδω «τελώ σπονδή» (πρβλ. μέλλ. σπείσ ω) + κατάλ. ις) …   Dictionary of Greek

  • σπονδίζω — (I) ΜΑ [σπονδή] σπένδω, κάνω σπονδή μσν. μέσ. σπονδίζομαι συνθηκολογώ με κάποιον. (II) Μ χρησιμοποιώ σπονδείους στον στίχο μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού σπονδ ειάζω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”