κατα-ρέζω

κατα-ρέζω

κατα-ρέζω, s. καταῤῥέζω, u. so ähnl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρέζω — (I) και δωρ. και βοιωτ. τ. ῥέδδω Α 1. πράττω, διαπράττω, κατορθώνω (α. «ὅσ ἄν πεπνυμένος ἀνὴρ εἴποι καὶ ῥέζειε», Ομ. Οδ. β. «οὐδέν σε ῥέξω κακά», Ομ. Ιλ. γ. «ἡ πόλις ἡμᾱς οὐ καλῶς ἔρρεξε», Πλάτ.) 2. τελώ θυσία, θυσιάζω («ῥέζουσι ἑκατόμβας… …   Dictionary of Greek

  • ρήγος — και ρέγος, ρήγεος, τὸ, Α 1. κάλυμμα κλίνης ή καθίσματος, ιδίως από μαλλί («ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλὰ πορφύρεα καθύπερθ », Ομ. Οδ.) 2. (πιθ) ένδυμα, ρούχο 3. (κατά τού Ησύχ.) «ῥῆγος ράκος, περίστρωμα, σπάραγμα, προσκεφάλαιον». [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ρυκάνη — η / ῥυκάνη, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ῥυκάνα Α ξυλουργικό εργαλείο, η πλάνη, το ροκάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ῥυκάνη ανάγεται, κατά μία άποψη, στην ΙΕ ρίζα *reuk «μαδώ, γδέρνω, απογυμνώνω» (πρβλ. λατ. runco «σκαλίζω, βοτανίζω») + επίθημα άνη (πρβλ. δρεπ άνη, σκαπ …   Dictionary of Greek

  • έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… …   Dictionary of Greek

  • ρεγιστής — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί βαφεῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. τής λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη] …   Dictionary of Greek

  • χειρορρέκτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χειρουργός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που παραδίδει ο Ησύχ. χειροέρκτης θα έπρεπε πιθ. να διορθωθεί σε χειρορρέκτης < χειρ(ο) * + ρρέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. μεγαλο ρρέκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοραγές — Α (κατά τον Ησύχ.) «χρυσοβαφές». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ραγές, ουδ. τού ραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ τής ρίζας τού ρ. ῥέζω* «βάφω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”