- κατα-πῑλέω
κατα-πῑλέω, dicht einwickeln, einhüllen; καταπεπιλημένος εὖ μάλα πόκοις ἀντὶ πίλων Alciphr. 2, 2; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πῑλέω, dicht einwickeln, einhüllen; καταπεπιλημένος εὖ μάλα πόκοις ἀντὶ πίλων Alciphr. 2, 2; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπεπιλημένη — καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! perf part mp fem nom/voc sg (ionic) καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! pres part mp fem nom/voc sg (ionic) καταπεπῑλημένη , κατά , ἀπό , ἐπί ἱλέομαι perf part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπιλημένου — καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! perf part mp masc/neut gen sg (ionic) καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἵλημι be gracious! pres part mp masc/neut gen sg (ionic) καταπεπῑλημένου , κατά , ἀπό , ἐπί ἱλέομαι perf part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεσπίλουν — κατεσπί̱λουν , κατά , εἰσ πιλέω compress wool imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) κατεσπί̱λουν , κατά , εἰσ πιλέω compress wool imperf ind act 1st sg (attic epic doric) κατά , εἰσ πιλόω contract imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατά ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)