- κατα-πώγων
κατα-πώγων, ωνος, langbärtig; Strab. XVI, 771; D. Sic. 3, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πώγων, ωνος, langbärtig; Strab. XVI, 771; D. Sic. 3, 62.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
μωλάριον — μωλάριον, τὸ (Μ) ημίονος, μουλάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάριον (< μούλη). Η τροπή τού ου σε ω οφείλεται πιθ. σε αντίστροφο αναλογικό σχηματισμό, κατά το σχήμα πώγων: πουγούνι, κώδων: κουδούνι.] … Dictionary of Greek
σκοτίας — ου, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που κρύβεται και ζει στο σκοτάδι, δούλος, δραπέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότιος «μαύρος, σκοτεινός, παράνομος» + επίθημα ίας (πρβλ. ἀνθρακ ίας, πωγων ίας)] … Dictionary of Greek
τετρογωνίας — ὁ, Α αυτός τού οποίου το πρόσωπο ή το σώμα έχει σχήμα κατά κάποιο τρόπο τετράγωνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + κατάλ. ίας (πρβλ. πωγων ίας)] … Dictionary of Greek