- κατα-πήξ
κατα-πήξ, ῆγος, ὁ, in die Erde eingeschlagener Pflock, Pfosten u. dgl., Sp., wie Ios.; – das Pfropfreis, Geopon. – Auch κατάπηξ accentuirt, adjectivisch, E. M. 194, 24; vgl. Lob. Phryn. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πήξ, ῆγος, ὁ, in die Erde eingeschlagener Pflock, Pfosten u. dgl., Sp., wie Ios.; – das Pfropfreis, Geopon. – Auch κατάπηξ accentuirt, adjectivisch, E. M. 194, 24; vgl. Lob. Phryn. 611.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπήξ — εὐπήξ, ῆγος, και δωρ. τ. ευπάξ (Α) ο ευπηγής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. αντί πηξ, κατά πηξ] … Dictionary of Greek
νεόπηξ — νεόπηξ, ὁ (Α) νεοπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πηξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατά πηξ)] … Dictionary of Greek
συμπήξ — ῆγος, ὁ, Α σύμπηκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. κατα πήξ] … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek
καταπήξ — καταπήξ, ῆγος, ὁ (AM, Μ και κατάπηξ, ηγος, ὁ, ἡ) μσν. 1. εγκέντρισμα, μπόλι 2. ως επίθ. μπηγμένος στο έδαφος αρχ. 1. πάσσαλος, παλούκι μπηγμένο στη γη 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰ πηγνύμενα ἐν τοῑς ὕδασι ξύλα, ἐφ ὧν ἔδει συνέχεσθαι τὰ ἐπὶ τοῡ… … Dictionary of Greek