- κατα-πίμπρημι
κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσϑησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησϑέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πίμπρημι (s. πίμπρημι), ganz verbrennen, Sp.; κατεπρήσϑησαν Pol. 14, 4, 10; καταπρησϑέντας τὸ σῶμα Luc. parasit. 57.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευκατάπρηστος — εὐκατάπρηστος, ον (ΑΜ) αυτός που καίγεται ή αναφλέγεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πίμπρημι «κατακαίω»] … Dictionary of Greek
πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… … Dictionary of Greek
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
σφυροπρησιπύρα — ἡ, Α (για την ποδάγρα) αυτή που καίει τα σφυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφυρόν + πρησιπύρα (τ. σχηματισμένος κατά τα συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος) < πρῆσις (< πίμπρημι «καίω») + πῦρ, πυρός] … Dictionary of Greek