- κατα-πάομαι
κατα-πάομαι, besitzen, den aor. κατεπάσατο erwähnt Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πάομαι, besitzen, den aor. κατεπάσατο erwähnt Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάομαι — Α (ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.) 1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.) 2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., τού οποίου απαντούν ο μέλλ.… … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
πάσις — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ τού άχρηστου ενεστ. πάομαι* «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek