κατα-πάσσω

κατα-πάσσω

κατα-πάσσω, att. -πάττω (s. πάσσω), bestreuen, überstreuen; πάντα ταῦτα καταπάσω βουλευματίων, ich werde Alles damit überstreuen, Ar. Equ. 99; μυῤῥίναις ὁδόν Eumath. 1; ἄλευρα καταπάσαντες Arist. H. A. 9, 40, daraufstreuen; κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας τέφραν Ar. Nubb. 177; καταπαττόμενος ib. 261; καταπάττεσϑαι τὰς κεφαλὰς πηλῷ D. Sic. 1, 91; davon κατάπαστος, bestreu't, ἡδυσματίοις, τυρῷ, Teleclid. u. Archestr. Ath. VI, 268 e u. VII, 321 c; στεφάνοις κατάπαστος, mit Kränzen bedeckt, Ar. Equ. 502; von Kleidern, bunt durchwebt oder gestickt, ib. 968; D. Cass. 72, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …   Dictionary of Greek

  • πάστη — και παστή, ἡ, Α 1. (στον τ. πάστη) α) (κατά τον Πολυδ.) «ζωμὸς ἀλφίτων» β) (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ τυροῡ ἀνάλου μετὰ σεμιδάλεως καὶ σησαμίου σκευαζόμενον οἱ δὲ ἔτνος ἀλφίτοις μεμειγμένον» 2. (στον τ. παστή) θήκη, δοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • καταπάσσω — καταπάσσω, αττ. τ. καταπάττω (Α) 1. πασπαλίζω, καταρραντίζω κάτι επιμελώς («ἀψινθίῳ καταπάσσειν μέλι», Μέν.) 2. χύνω ή ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιο πράγμα 3. σκορπίζω, διασκορπίζω, διασπείρω («κατὰ τῆς τραπέζης καταπάσας λεπτὴν τέφραν», Αριστοφ.).… …   Dictionary of Greek

  • πάσμα — (I) τὸ, ΜΑ [πάσσω] μσν. επίθεμα αρχ. 1. αυτό που πασπαλίζεται 2. (στην ιατρ.) ειδική σκόνη. (II) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) μίσχος, κοτσάνι β) κουβάρι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας πενθ τού πεῖσμα* (II)] …   Dictionary of Greek

  • πήν — Α (κατά τον Ησύχ.) «πῆ καὶ πῆν ἐπὶ τοῡ κατάπασσε καὶ καταπάσσειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάσσω] …   Dictionary of Greek

  • πήτεα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πίτυρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιο, πιθ. εσφαλμένο τ., ο οποίος συνδέεται από ορισμένους μελετητές με τον τ. πίτυρα. Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση του με τους τ. πῆν,*, πάσσω* «πασπαλίζω», η οποία, όμως, προσκρούει …   Dictionary of Greek

  • πητίται — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πιτύρινοι ἄρτοι. Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αβέβαιο, πιθ. εσφαλμένο τ., ο οποίος συνδέεται από ορισμένους μελετητές με τον τ. πίτυρα. Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση του με τους τ. πῆν*, πάσσω «πασπαλίζω», η οποία,… …   Dictionary of Greek

  • ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”