κατα-πλάσσω

κατα-πλάσσω

κατα-πλάσσω, att. -πλάττω (s. πλάσσω), bestreichen, beschmieren; ὄξει διέμενος κατέπλασεν αὐτοῦ τὰ βλέφαρα Ar. Plut. 721; κατ' ὦν ἔπλασε τοὺς ὀφϑαλμοὺς πηλῷ Her. 2, 70; auch im med., 2, 85; mit doppeltem accusat., τοῦτο παχὺ ἐὸν καταπλάσσονται πᾶν τὸ σῶμα, sie bestreichen damit den ganzen Körper, 4, 75. – Pass., καταπεπλασμένη ψιμυϑίῳ, geschminkt, Ar. Eccl. 878; vgl. τὸ πρόςωπον ἅπαν ψιμύϑῳ κατάπλαττε Luc. ep. 6 (XI, 408); a. Sp., bes. mit Salben, Pflastern bestreichen. – Davon καταπλαστός, darauf gestrichen, φάρμακον, Pflaster, Ar. Plut. 717; übertr., geschminkt, affektirt, Plut. de audit. 8 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • κανθοπλασία — ή κανθοπλαστική, η ιατρ. εγχείρηση κατά την οποία επεκτείνεται προς τα έξω η βλεφαρική σχισμή με τομή κατά τον έξω κανθό*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. canthoplastie < cantho (πρβλ. κανθός) + plastie (πρβλ. πλαστία < πλάστης <… …   Dictionary of Greek

  • pelǝ-, plā- —     pelǝ , plā     English meaning: wide and flat     Deutsche Übersetzung: “breit and flach, ausbreiten; durch Druck or Schlag flach formen, breitschlagen, breitklatschen”     Material: Arm. hoɫ “earth, dust, powder, bottom, land”; Lat. palam “… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • πλάκα — I Αθηναϊκή συνοικία στους ανατολικούς και τους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης. Η συνοικία αυτή ήταν το κέντρο της Αθήνας από τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης ως τα τελευταία της βασιλείας του Όθωνα. Το όνομά της οφείλεται σε μεγάλη ενεπίγραφη… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικός — ή, ό / πλαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [πλάσσω] (κυρίως για ύλη) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσιμο και, κυρίως, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να πλάθει ή να πλάθεται (α. «πλαστικές ύλες» τεχνολογικά υλικά που περιλαμβάνουν στη σύνθεσή τους ως …   Dictionary of Greek

  • αγυιοπλαστέω — ἀγυιοπλαστέω (Α) οικοδομώ κατά μήκος τών οδών, σε σειρές, σε στοίχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγυια + πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • ημίπλαστος — ἡμίπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ πλαστος, πρωτό πλαστος] …   Dictionary of Greek

  • κηροπλάστης — Είδος εντόμου της οικογένειας των κοκκιδών, της τάξης των ομοπτέρων, γνωστό και με την κοινή ονομασία ψώρα της συκιάς. Η επιστημονική του ονομασία είναι Ceroplastes ceriferus. Το έντομο αυτό εκκρίνει ένα παχύ στρώμα κεριού, κάτω από το οποίο ζει …   Dictionary of Greek

  • πλάθανο — το / πλάθανον, ΝΑ πλατιά σανίδα στην οποία πλάθουν ψωμί, πίτες κ.λπ., πλασταριά αρχ. (κατά τον Πολυδ.) ο τόπος όπου ψήνουν το ψωμί ή τις πίτες, φούρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλαθ τού πλάσσω* + επίθημα ανον (πρβλ. έδρ ανον, σπάργ ανον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”