- κατα-παλαίω
κατα-παλαίω (s. παλαίω), niederkämpfen, übh. überwinden, εὐάϑλους δέκα Ar. Ach. 710, λόγους Eur. I. A. 1013, wie τὰ ῥηϑέντα Plat. Rep. II, 362 d; Sp., wie Luc. D. D. 7, 3, καταπαλαισϑεὶς ὑπὸ ϑανάτου Char. 8; ἀλλότριον πάϑος λόγῳ καταπαλαῖσαι S. Emp. adv. log. 2, 474.
http://www.zeno.org/Pape-1880.