κατα-παλαίω

κατα-παλαίω

κατα-παλαίω (s. παλαίω), niederkämpfen, übh. überwinden, εὐάϑλους δέκα Ar. Ach. 710, λόγους Eur. I. A. 1013, wie τὰ ῥηϑέντα Plat. Rep. II, 362 d; Sp., wie Luc. D. D. 7, 3, καταπαλαισϑεὶς ὑπὸ ϑανάτου Char. 8; ἀλλότριον πάϑος λόγῳ καταπαλαῖσαι S. Emp. adv. log. 2, 474.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκαταπάλαιστος — εὐκαταπάλαιστος, ον (Α) αυτός που καταβάλλεται εύκολα στην πάλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα παλαιστος (< κατα παλαίω), πρβλ. α κατα πάλαιστος] …   Dictionary of Greek

  • πάλη — Αγώνισμα σώμα με σώμα ανάμεσα σε δύο άτομα που προσπαθούν να καταρρίψουν το ένα το άλλο. Μεταφορικά ονομάζεται και η μάχη μεταξύ στρατευμάτων (μάχη πυροβολικού), καθώς και η προσπάθεια υπερνίκησης αντίθετων δυνάμεων ή εμποδίων (πάλη των τάξεων,… …   Dictionary of Greek

  • παλαιστής — (I) ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) [παλαίω] αυτός που ασκεί το αγώνισμα τής πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση αρχ. 1. αντίπαλος, εχθρός 2. συναγωνιστής 3. στρατιώτης («λόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.). (II)… …   Dictionary of Greek

  • πλήμνω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παλαιῷ» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”