- κατα-παγίως
κατα-παγίως, sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-παγίως, sehr fest, πόλιν κ. οἰκεῖν, eine Stadt als festen, beständigen Sitz bewohnen, Isocr. 15, 156.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάγιος — α, ο (ΑΜ πάγιος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. στερεός («κηρὸς... σιδήρου παγιώτερος», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν επιδέχεται αλλαγές, σταθερός, αμετακίνητος, αμετάβλητος (α. «πάγια κατάσταση» β. «πάγιες αποδοχές») νεοελλ. φρ. α) «πάγια έξοδα» (οικον.)… … Dictionary of Greek