- κατα-πειράω
κατα-πειράω, s. καταπειράζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πειράω, s. καταπειράζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεπείρασεν — κατεπείρᾱσεν , κατά , ἐπί εἰρέω say aor ind act 3rd sg (attic) κατεπείρᾱσεν , κατά πειράω attempt aor ind act 3rd sg (attic) κατεπείρᾱσεν , κατά πειράω attempt aor ind act 3rd sg (doric aeolic) κατά πειράζω make proof aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)