- κατα-πόδα
κατα-πόδα u. κατα-πόδας, wird besser getrennt geschrieben, s. πούς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πόδα u. κατα-πόδας, wird besser getrennt geschrieben, s. πούς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
Πανδέκτης — (digesta). Το κυριότερο τμήμα της ιουστινιάνειας κωδικοποίησης, του ρωμαϊκού δικαίου. Παλαιότερες νομικές συλλογές με τον τίτλο του «π.» είναι γνωστές, όπως του Λ. Ουλπ. Μαρκέλου (τριανταένα βιβλία πανδεκτών) που έζησε την εποχή της αυτοκρατορίας … Dictionary of Greek
καταπόδι — και καταπόδα και καταπόδας (AM κατά πόδα[ς], Μ και καταπόδι[ν], καταπόδου και καταποδοῡ) επίρρ. 1. ακριβώς από πίσω, κατόπιν, στα ίχνη κάποιου («παίρνω καταπόδι» ή «πηγαίνω καταπόδι κάποιον» παρακολουθώ, κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω από πίσω… … Dictionary of Greek
BETAGON — Βητάγων ὁ Κρόνος ὑπὸ Φοινίκαν. Verba sunt Etymologi, in quibus illum egregie falli putat vir magnus de Phoenic. Colon. l. 2. c. 14. Neque enim uspiam ulla mentio Dei cuiusquam sic nominati, praeterquam in Phavorino, qui saepe hunc sequitur κατα… … Hofmann J. Lexicon universale
SARMATIA — I. SARMATIA Tolistobogiorum in Galatia urbs, Antonin. II. SARMATIA regio latissima, ab ipsis Germaniae finibus, et Vistulâ amne in Hyrcaniam usque extensa, ubi olim Venedi, Peucini, Bastarnae etc. Vide Plin. l. 4. c. 11. et l. 6. c. 5. 13. Strab … Hofmann J. Lexicon universale
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μονοποδιαίος — μονοποδιαῑος, αία, ον (Μ) [μονοποδία] (μετρ.) αυτός που αποτελείται από έναν μετρικό πόδα («τὰ μέτρα τὰ δισύλλαβα τὰ μονοποδιαῑα», Τζέτζ.). επίρρ... μονοποδιαίως (Α) κατά μονοποδία, κατά έναν μετρικό πόδα … Dictionary of Greek
κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… … Dictionary of Greek