- κατα-πυκάζω
κατα-πυκάζω, dicht machen, bedecken, Hesych.; ἱστορίαν μύϑοις, ausschmücken, Eust. 1379, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πυκάζω, dicht machen, bedecken, Hesych.; ἱστορίαν μύϑοις, ausschmücken, Eust. 1379, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπεπυκασμένα — κατά πυκάζω cover closely perf part mp neut nom/voc/acc pl καταπεπυκασμένᾱ , κατά πυκάζω cover closely perf part mp fem nom/voc/acc dual καταπεπυκασμένᾱ , κατά πυκάζω cover closely perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπυκασμένον — κατά πυκάζω cover closely perf part mp masc acc sg κατά πυκάζω cover closely perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπυκασμένος — κατά πυκάζω cover closely perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπεπυκασμένῃ — κατά πυκάζω cover closely perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπύκαζε — κατά πυκάζω cover closely imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… … Dictionary of Greek
στέφω — ΝΜΑ, και στέπτω Α περιβάλλω κάποιον ή κάτι με στέφανο, στεφανώνω νεοελλ. 1. επιθέτω το στέμμα στην κεφαλή ηγεμόνα που μόλις ανήλθε στον θρόνο, τελώ την επίσημη τελετή τής ανάρρησης ηγεμόνα στον θρόνο («ο Ναπολέων στέφθηκε αυτοκράτορας το 1804») 2 … Dictionary of Greek