- κατα-πτώσσω
κατα-πτώσσω, sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πτώσσω, sich niederducken, fürchten, Il. 4, 224. 340. 5, 476; Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτώσσω — Α 1. (για ζώα και πτηνά) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο («πτώσσουσαν ὥστε πέρδικα», Αρχίλ.) 2. (για πρόσ.) φοβάμαι, κρύβομαι ή δραπετεύω από φόβο (α. «ὤμοι, Τυδέος υἱέ... τί πτώσσεις;» Ομ. Ιλ. β. «πτώσσειν ὑπ ἀσπίδος», Τυρτ.) 3. φοβάμαι κάποιον ή… … Dictionary of Greek
πτακωρώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) «πτήσσω, πτώσσω». [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. τού αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) κατά τα τιμωρῶ, ὀλιγωρῶ] … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary
πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] … Dictionary of Greek