- κατα-πρίω
κατα-πρίω (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πρίω (s. πρίω), zersägen; κορμούς Her. 7, 36; zerbeißen, theilen, κύμινον Theocr. 10, 55; γλῶσσαν κυνόδοντι Nic. Al. 283.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek
πρίσμα — I Στη γεωμετρία ονομάζεται έτσι κάθε στερεό, που περιορίζεται από τμήματα επιπέδων (έδρες) τέτοια, ώστε δύο από αυτά να είναι πολύγωνα ίσα μεταξύ τους, με τα επίπεδά τους παράλληλα (βάσεις) και τα άλλα παραλληλόγραμμα (παράπλευρες έδρες). Οι… … Dictionary of Greek
πρίων — (I) ο, ΝΑ το πριόνι αρχ. 1. είδος χειρουργικού τρυπάνου με οδοντωτό τροχό κατάλληλο για διάτρηση και πριονισμό τού κρανίου 2. ο πριονιστής («ὡς πρίων , ὁ μὲν ἕλκει, ὁ δ ἀντενέδωκε», Αριστοφ.) 3. ως κύριο όν. Πρίων παρωνύμιο εμπόρου ξύλων 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
πρίωμα — ατος, τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) πρίσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω», μέσω ενός αμάρτυρου ενεστ. *πριῶ, όω (βλ. και λ. πριῶ)] … Dictionary of Greek
πρισμός — ὁ, Α 1. το πριόνισμα 2. στον πληθ. oἱ πρισμοί (κατά τον Ησύχ.) βίαιες αρπαγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το σ βλ. λ. πρίω) + κατάλ. μός] … Dictionary of Greek
χρίω — ΝΜΑ, και χρίζω Ν 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω 2. εκκλ. (για ιερέα) αλείφω τον νεοφώτιστο με άγιο μύρο αμέσως μετά την τέλεση τού μυστηρίου τού βαπτίσματος 3. (για ιεράρχη) αναγορεύω ηγεμόνα, αλείφοντάς τον με μύρο, κατά την τελετή τής στέψης (α.… … Dictionary of Greek
ψίω — και ψίζω ΜΑ τρέφω, ταΐζω («ψίσαι ψωμίσαι», Φώτ.) αρχ. 1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.) 2. λεπτύνω 3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω ποτίζω». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό ῑ … Dictionary of Greek
PRIAMUS — I. PRIAMUS Laomedontisfil. qui, Iliô ab Hercule everso, una cum Hesione sorore in graeciam abductus est captivus. Postea tamen, aurô redemptus. Ilion instauravit simul et exornavit, regnique limites usque adeo protulit, ut non solum Troiae, sed… … Hofmann J. Lexicon universale