κατα-πρηνής

κατα-πρηνής

κατα-πρηνής, ές, nach vorn niedergesenkt; bei Hom. Beiwort von χείρ, die flache, gesenkte Hand, mit der man zum Schlage ansholt, χειρὶ καταπρῃνεῖ ἐλάσας Od. 13, 164, πεπλήγετο μηρὼ χερσὶ καταπρηνέσσι Il. 15, 114. 398, vgl. 16, 792; flach daran, darauf gelegt, Od. 19, 467. – Die dor. Form καταπρανής hat Hesych., so wie Sp. das adv. καταπρανῶς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προπρηνής — ές, Α (επιτεταμένος τ. τού πρηνής) 1. αυτός που έχει το πρόσωπό του προς τα κάτω, προς τα εμπρός, ο πεσμένος μπρούμυτα 2. (η αιτ. ουδ. ως επίρρ.) προπρηνές προς τα εμπρός, μπρούμυτα 3. φρ. «φασγάνῳ προπρηνέϊ τύψας» αφού επέφερε άμεσο τραύμα.… …   Dictionary of Greek

  • καταπρηνής — καταπρηνής, ές (Α) 1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής κατωφερής» και «καταπρηνές κατά πρόσωπον, ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • ημιπρηνής — ές 1. ο κατά το ήμισυ πρηνής 2. (γυμναστ.) «ημιπρηνής θέση» στήριξη τού σώματος στο έδαφος με το ένα χέρι και το ένα πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πρηνής «αυτός που έχει το πρόσωπο προς τα κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • γελανής — γελανής, ές (Α) γελαστός, χαρωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γελασ νής < *γελασνός < (θ.) γελάσ γελάω, μεταπλασμένο κατά το πρότυπο τών πρηνής απηνής, προσηνής] …   Dictionary of Greek

  • επιπρηνής — ἐπιπρηνής, ές (Α) [πρηνής] 1. επικλινής, αυτός που κλίνει προς τα κάτω («Ἰσθμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρηνής ἐπὶ στόμα, λοξός» …   Dictionary of Greek

  • επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • πρανώ — (I) Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκρίδος εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει συνδεθεί με τη λ. πάρνοψ* «είδος ακρίδας»]. (II) όω, Α [πρηνής / πρᾱνής] πρανίζω* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”