- κατα-πρεσβεύω
κατα-πρεσβεύω, eine Gesandtschaft annehmen u. führen; τινός, Strah. XVII; absolut, Pol. 23, 11, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-πρεσβεύω, eine Gesandtschaft annehmen u. führen; τινός, Strah. XVII; absolut, Pol. 23, 11, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
θέτω — έθεσα, τέθηκα, τεθειμένος 1. βάζω, τοποθετώ: Δεν έχουν τεθεί τα θεμέλια. – Έθεσε τους φακέλους στο αρχείο. – Τέθηκαν σε άλλο μέρος τα έπιπλα. 2. μτφ., προτείνω, υποβάλλω: Θέτω πρώτος το ζήτημα. – Η πρόταση τέθηκε σε ψηφοφορία. 3. αποδέχομαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)