- κατ-ύπερθε
κατ-ύπερθε, ion. = καϑύπερϑε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ύπερθε, ion. = καϑύπερϑε.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καθύπερθε — και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α) (ποιητ. επίρρ.) 1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.) 2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῡ τόνου», Ηρόδ. β. «καθύπερθε Χίου» προς Βορράν τής Χίου, Ομ. Οδ.) 3 … Dictionary of Greek