κατ-όμνῡμι

κατ-όμνῡμι

κατ-όμνῡμι (s. ὄμνυμι), beschwören, durch einen Eid bekräftigen; τινί τι, Ar. Av. 447; τὼ ϑεὼ κατώμοσας, du hast bei ihnen geschworen, sie als Zeugen des Eides angerufen, Eccl. 158; Πέλοπα κατόμνυμι Eur. I. A. 473; τὴν ἐμὴν ψυχήν Or. 1517; ὅρκον I. T. 790; mit doppeltem accus., ἅγιον ὅρκον σὸν κάρα κατώμοσα Hel. 841; Sp. auch c. gen., τῆς κεφαλῆς, beim Haupte, Suid.; absolut, Ar. Ran. 305. – Med. sich mit einem Eide binden, schwören, κατωμνύμην φαμένη αὐτὸν οὐ καλῶς ποιέειν Her. 6, 69; τοῦ Δημαρήτου 6, 65, gegen den Demaratus, d. h. ihn anklagen; öfter bei Paus. Vom Klägereide, Dem. τὸν ἀδελφὸν κατωμόσατο ἐκ τοῦ πατρὸς εἶναι τοῦ ἐμοῦ 39, 4. Auch κατόμνυσϑε τοὺς ϑεούς, Aristaen. 2, 20. Bei Synes. im Ggstz von ἀπόμνυμι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπωμοσία — η / ὑπωμοσία, ΝΜΑ (στην αρχ. Αθήνα) 1. όρκος, τον οποίο έπαιρναν στο δικαστήριο όσοι ήθελαν την αναβολή τής εκδίκασης μιας υπόθεσης 2. (κατ επέκτ.) αίτηση αναβολής ή διακοπής τής δίκης, που γινόταν με ένορκη βεβαίωση ότι συνέτρεχε σοβαρός λόγος 3 …   Dictionary of Greek

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κατόμνυμι — (ΑΜ) διαβεβαιώ ενόρκως («κατόμοσόν νυν ταῡτά μοι», Αριστοφ.) αρχ. 1. επικαλούμαι κάποιον ως μάρτυρα («τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσα», Ευρ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) ορκίζομαι, εκφέρω όρκο 3. μέσ. κατόμνυμαι κατηγορώ κάποιον ενόρκως («ὁ Λευτυχίδης… …   Dictionary of Greek

  • κατώμοτος — κατώμοτος, ον (Α) (για όρκο) αυτός που δίνεται για βεβαίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώμοτος (< ὄμνυμι, πρβλ. δι ώμοτος, επ ώμοτος] …   Dictionary of Greek

  • όρκος — Κατά την αρχική εκδοχή του όρου είναι η επίσημη δήλωση, κατά την οποία ο άνθρωπος επικαλείται τη θεότητα ως μάρτυρα της αλήθειας της διαβεβαίωσης του ή ως εγγυητή της τήρησης υπόσχεσής του. Η έννοια αυτή διευρύνθηκε αργότερα ώστε να περιλάβει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”