- κατ-όνομαι
κατ-όνομαι (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοϑῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-όνομαι (s. ὄνομαι), tadeln, geringschätzen; κατόνοντο τὸν Ἄμασιν, καὶ ἐν οὐδεμιῇ μοίρῃ ἦγον Her. 2, 172; μή με κατονοϑῇς, verachte mich nicht, 2, 136; τῶν μηδὲν κατόνοσσο Arat. 1142.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατόνομαι — (Α) επιτιμώ κάποιον, καταφρονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄνομαι «κατηγορώ, ειρωνεύομαι»] … Dictionary of Greek
ονητά — ὀνητά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀνητά μεμπτά». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομαι «κατηγορώ», αναλογικά προς το ἀγητά, ενώ, κατ άλλους, ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀνοστά ή ὀνοτά] … Dictionary of Greek