- κατ-όζω
κατ-όζω (s. ὄζω), einstänkern, τινός, Arr. Epict. 4, 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-όζω (s. ὄζω), einstänkern, τινός, Arr. Epict. 4, 11, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
κατόζω — (Α) μυρίζω πολύ άσχημα, αναδίδω κακή οσμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄζω «μυρίζω»] … Dictionary of Greek