κατ-όσσομαι

κατ-όσσομαι

κατ-όσσομαι (s. ὄσσομαι), sich vor Augen stellen u. betrachten, ὀφϑαλμοὶ πάντη πάντα κατοσσόμενοι Polystrat. 1 (XII, 91).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατόσσομαι — (Α) θεωρώ, παρατηρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὄσσομαι «παρατηρώ»] …   Dictionary of Greek

  • όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”