κατ-όπτης

κατ-όπτης

κατ-όπτης, ὁ, = κατοπτήρ; H. h. Merc. 372; στρατοῦ Aesch. Spt. 351; Eur. Rhes. 150; Her. 3, 17. 21. – Ar. Ach. 410 abdi ὦ Ζεῦ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῇ, der von oben her Alles schau't; κατόπτης δ' εἴμ' ἐγὼ τῶν πραγμάτων, ich sehe, betrachte Alles, Aesch. Spt. 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επόπτης — ο (θηλ. επόπτρια και επόπτις) (AM ἐπόπτης θηλ. Α ἐπόπτις Μ ἐπόπτρια) αυτός που εποπτεύει τη λειτουργία, τη διεξαγωγή, την τήρηση έργου, εργασίας κ.λπ. (α. «επόπτης εκπαιδεύσεως» β. «ἧς καὶ Ἀρχιμήδης ἧν ὁ γεωμέτρης ἐπόπτης [νεώς]», Αθήν.) αρχ. μσν …   Dictionary of Greek

  • προόπτης — ὁ, ΜΑ μσν. προφήτης αρχ. ανιχνευτής, κατάσκοπος. επίρρ... προόπτως Μ 1. παρατηρώντας προσεκτικά 2. φανερά, ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + όπτης (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. κατ όπτης, ὑπερόπτης] …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • κατόπτης — ο (Α κατόπτης) αυτός που κατοπτεύει, ο παρατηρητής, ο κατάσκοπος αρχ. 1. εξερευνητής 2. αυτός που επιβλέπει, που διευθύνει («ὦ Ζεῡ διόπτα καὶ κατόπτα πανταχῆ», Αριστοφ.) 3. αυτόπτης («αὐτὸς κατόπτης δ εἴμ ἐγὼ τῶν πραγμάτων», Αισχύλ.) 4. στον πληθ …   Dictionary of Greek

  • χαλκόπτης — ὁ, Α αυτός που λειώνει σε καμίνι τον χαλκό, που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + όπτης (< ὀπτῶ «ψήνω»), πρβλ. ἀρτ όπτης, γαστρ όπτης. Οι τ. αυτοί έχουν σχηματιστεί αντί τών αναμενόμενων σε οπτήτης (< ὀπτῶ + κατάλ. της*) με… …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • οπτεύω — ὀπτεύω (Α) βλέπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀπτεύω έχει σχηματιστεί πιθ. κατ απόσπαση από τα ρ. σε οπτεύω (< οπτος ή οπτης), πρβλ. δι οπτεύω, κατ οπτεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”