κατωχάνης — κατωχάνης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) η λαβή τού τρυπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχάνη «λαβή» (< ἔχω), με αλλαγή γένους. Το ω λόγω εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
κατωχάνης — handle masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)