- κατ-ωρύομαι
κατ-ωρύομαι, sehr heulen, Apolld. 3, 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ωρύομαι, sehr heulen, Apolld. 3, 4, 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek
κατωρύομαι — (Α) (για σκύλο) ουρλιάζω δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὠρύομαι] … Dictionary of Greek
ο- — (I) ὀ (Α) αχώριστο αθροιστικό πρόθημα που, κατά την επικρατέστερη άποψη, θεωρείται αιολικός τ. τού αθροιστικού ἁ (πρβλ. ἁ θρόος, ἄ παξ βλ. λ. ἀ [ΙΙ]), από όπου και η ψίλωση τών ελάχιστων λ. με α συνθετικό το πρόθημα αυτό. Τα εν λόγω σύνθετα… … Dictionary of Greek
ομάζω — ὁμάζω (Α) (για αρκούδα και για πάνθηρα) ουρλιάζω, ωρύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ηχομιμητική λ., ενώ κατ άλλους ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε ὀγκάζω. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με το ὅμaδος δεν θεωρείται πιθανή,… … Dictionary of Greek