κασί-γνητος

κασί-γνητος

κασί-γνητος, (vgl. κάσις), der (leibliche) Bruder, Il. 19, 293 u. öfter; Pind. u. Tragg. Uebh. naher Blutsverwandter, συγγενής, wie es Il. 15, 545 Ἕκτωρ δὲ κασιγνήτοισι κέλευσε πᾶσι erkl. wurde u. 16, 456, wo κασίγνητοί τε ἔται τε neben einander stehen. – Bei Luc. Philopatr. 11 ἡ κασίγνητος, die Schwester. – Als adj. brüderlich, geschwisterlich, ἀνδρῶν κασιγνήτων τε καὶ φυταλμίων Aesch. Ag. 327, κασίγνητον κάρα Soph. Ant. 906, vgl. Ai. 1155.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ίγνητες — ἴγνητες, οἱ (Α) (στη Ρόδο) οι αυθιγενείς, αυτοί που εγκαταστάθηκαν στο νησί μετά τους Τελχίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν (με ι αντί ε προ ερρίνου) + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • εύγνητος — εὔγνητος, ον (Α) ο ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γνητος (< γίγνομαι), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • ομόγνητος — ὁμόγνητος, ον θηλ. και ὁμογνήτη (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αδελφός ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + γνητος (από δισύλλαβη ρίζα *γενη «γεννώ, παράγω» με μηδενισμένο το α φωνήεν τής ρίζας, πρβλ. και γνήσιος), πρβλ. κασί γνητος] …   Dictionary of Greek

  • ĝen-1, ĝenǝ-, ĝnē-, ĝnō- —     ĝen 1, ĝenǝ , ĝnē , ĝnō     English meaning: to bear     Deutsche Übersetzung: “erzeugen”     Material: thematic present O.Ind. jánati “erzeugt, gebiert”, aLat. genō, Gk. γενέσθαι (ἐγένοντο = O.Ind. ajananta), compare O.Ir. genathar Konj …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”