γαστήρ

γαστήρ

γαστήρ, έρος, syncop. γαστρός, dat. plur. γαστράσι, Hippocr. γαστῆρσι, ἡ; Hom. γαστήρ z. B. Iliad. 16, 163, γαστέρος Odyss. 17, 473, γαστέρι Iliad. 6, 58, γαστέρα 21, 180, γαστέρες Odyss. 18, 44, γαστρός 15, 344, γαστρί Iliad. 5, 539; Bauch, Unterleib, von Hom. an überall; auch übertr., ἀσπίδος, die Wölbung des Schildes, Tyrt. 2, 24. – Am gew. der Magen; eigtl., ἔτειρε δὲ γαστέρα λιμός Od. 4, 369; γαστρὶ φορβὰν ἀνύειν Soph. Phil. 704; Magenwurst, mit Fett u. Blut gefüllt, Od. 18, 44. 118. 20, 25; Ar. Nubb. 408; der Magen als Sitz der Eßlust, des Hungers, κακοεργός Od. 18, 53; κέλεται δέ ἑ γαστὴρ μήλων πειρήσοντα καὶ ἐς πυκινὸν δόμον ἐλϑεῖν 6, 133; γαστρὶ χαρίζεσϑαι, dem Bauche fröhnen, Xen. Cyr. 4, 2, 39, δουλεύειν Luc. ep. 9 (XI, 410); γαστρὶ δελεάζεσϑαι, durch Freßbegier an den Köder gelockt werden, Xen. Mem. 2, 6, 1; γαστέρες οἶον, nur faule Bäuche, Schlemmer, Hes. Th. 26; Long. 4, 11; – γαστέρι δ' οὔ πως ἔστι νέκυν πενϑῆσαι Ἀχαιούς, mit Fasten betrauern, Iliad. 19, 225; – = Speise, γαστρὸς καὶ ποτοῦ ἐγκρατεῖς Xen. Cyr. 1, 2, 8, mäßig in Essen u. Trinken; ἢ οἴνου Mem. 1, 5, 11. – Mutterleib; γαστέρι φέρειν, Il. 6, 58 τῶν μή τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεϑρον χεῖράς ϑ' ἡμετέρας, μηδ' ὅν τινα γαστέρι μήτηρ κοῠρον ἐόντα φέροι· μηδ' ὃς φύγοι, ἀλλ' ἅμα πάντες Ιλίου ἐξαπολοίατ' ἀκήδεστοι καὶ ἄφαντοι, nicht das Kind im Mutterleibe möge verschont werden; ἐν γαστρὶ φέρειν = schwanger sein, Plat. Legg. VII, 792 e; im N. T. gew. ἐν γαστρὶ ἔχειν; ἐν γαστρὶ λαβεῖν, empfangen, Arist. ll. A. 9, 50. – Bei Philostr. v. Apoll. 3, 39 = Leibesfrucht. – In Lacedämon = γογγυλίς, Ath. IX, 369 a; s. γαστραία.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γαστήρ — paunch fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

  • Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔχει ὦτα. — См. Брюхо глухо: словом не уймешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Παχεῖα γαστήρ λεπτὸν οὐ τίκτει νόον. — См. Сытое брюхо к учению глухо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γαστράσι — γαστήρ paunch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστράσιν — γαστήρ paunch fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρί — γαστήρ paunch fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστρός — γαστήρ paunch fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστέρα — γαστήρ paunch fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστέρας — γαστήρ paunch fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”