- γαστρί-μαργος
γαστρί-μαργος, mit gierigem Magen, gefräßig, ὁ, der Schlemmer, Pind. Ol. 1, 52 Arist. Eth. 3, 11; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γαστρί-μαργος, mit gierigem Magen, gefräßig, ὁ, der Schlemmer, Pind. Ol. 1, 52 Arist. Eth. 3, 11; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαίμαργος — η, ο (AM λαίμαργος, ον, Μ θηλ. και η) αυτός που τρώει σε μεγάλη ποσότητα και γρήγορα, άπληστος, αχόρταγος, αδηφάγος (α. «Ιδού χάσκει το λαίμαργον στόμα τυράννων», Κάλβ. β. «λαίμαργος δὲ μάλιστα τών ἰχθύων ἐστὶν ὁ κεστρεύς καὶ ἄπληστος», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek