καρᾱ-τόμος

καρᾱ-τόμος

καρᾱ-τόμος, den Kopf abschneidend, köpfend; σφαγαί Eur. Rhes. 606; τινός Lycophr. 187; – καράτομος, geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121 Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαιμότομος — λαιμότομος, ον (Α) αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά τομος, υλό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • καρατόμος — καρατόμος, ὁ (Α) αυτός που αποκεφαλίζει, που καρατομεί, ο αποκεφαλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (Ι) «κεφάλι» + τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα τόμος, υλο τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργ. σημ. (πρβλ. και καράτομος)] …   Dictionary of Greek

  • καράτομος — καράτομος, ον (Α) 1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος 2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + τομος (< τόμος < τέμνω),… …   Dictionary of Greek

  • κωνοτομώ — κωνοτομῶ, έω (Α) κατασκευάζω κάτι με κωνικές τομές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνο ς + τομῶ (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρα τομώ, υλο τομώ] …   Dictionary of Greek

  • νεόφυτος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1.Καταγόταν από τη Νίκαια της Βιθυνίας. Ασκήτεψε στον Όλυμπο της Βιθυνίας. Μαρτύρησε με ξίφος επί Διοκλητιανού ή Δεκίου. Η μνήμη του τιμάται στις 21 Ιανουαρίου. 2. Μόνασε στο Βατοπέδι. Κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”