καριστί, auf karisch; Strab. XIV, 663; Diogen. 7, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καριστί — (Α) στην καρική γλώσσα, βαρβαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καρισ τού ρ. καρίζω (πρβλ. αόρ. ἐ κάρ ισ α) + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. βαρβαρισ τί, ελληνισ τί)] … Dictionary of Greek
Καριστί — in Carian language indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)