καρτερία

καρτερία

καρτερία, , dasselbe; Plat. Lach. 192 a ff,; πρός τι, Rep. III, 390 d; Ggstz μαλακία Xen. Cyr. 8, 8, 15; neben ἀνδρεία Plat. u. A.; ἡ περὶ τοὺς πόνους D. Hal. 2, 28; nach S. Emp. adv. phys. 1, 154 ἐπιστήμη ὑπομενετέων κ. τ. λ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καρτερία — καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc/acc dual καρτερίᾱ , καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίᾳ — καρτερίαι , καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερία — Ονομασία ατμοκίνητης κορβέτας, η οποία ναυπηγήθηκε στην Αγγλία το 1826, έπειτα από παραγγελία του φιλέλληνα πλοιάρχου Χάστινγκς. Ο ίδιος ανέλαβε τη διακυβέρνηση του νέου πλοίου, με το οποίο έπλευσε προς την Ελλάδα. Ήταν τροχήλατο ατμοκίνητο… …   Dictionary of Greek

  • καρτερία — η υπομονή, ανοχή: Έχει μεγάλη καρτερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρτερίας — καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem acc pl καρτερίᾱς , καρτερία patient endurance fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαι — καρτερία patient endurance fem nom/voc pl καρτερίᾱͅ , καρτερία patient endurance fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαν — καρτερίᾱν , καρτερία patient endurance fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίαις — καρτερία patient endurance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίη — καρτερία patient endurance fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρτερίης — καρτερία patient endurance fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευτονία — η (ΑΜ εὐτονία) [εύτονος] σφρίγος, ζωηρότητα, δυναμικότητα, ισχύς, ρώμη νεοελλ. ιατρ. η υγιής και άρτια κατάσταση τών μυών τού σώματος, η σωματική ευεξία μσν. η διάθεση για εργασία και δράση αρχ. 1. (ως ειδικός όρος στη φιλοσ. τών Στωϊκών) ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”