καρτερό-θῡμος

καρτερό-θῡμος

καρτερό-θῡμος, starkmuthig, starkes, standhaftes Sinnes; Herakles Od. 21, 25; Diomedes Il. 5, 277; Achilleus 13, 350; die Myser 14, 512; Eris Hes. Th. 225, die hartnäckige; übh. stark, gewaltig, ἄνεμοι ib. 378. 476.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λιπόθυμος — η, ο αυτός που λιποθύμησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + θυμός (πρβλ. καρτερό θυμος, οξύ θυμος). Ο τ. πλάστηκε στους νεώτερους χρόνους προφανώς κατ επίδραση τών αρχ. λιποθυμώ, λιποθυμία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ …   Dictionary of Greek

  • μακρόθυμος — η, ο (AM μακρόθυμος, ον, Μ και μακρύθυμος, ον) 1. υπομονητικός, ανεκτικός («κύριος ὁ Θεός... μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός», ΠΔ) 2. άκακος, αμνησίκακος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μακρόθυμον η μακροθυμία, η ανεκτικότητα. επίρρ... μακροθύμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”