καρπο-φόρος

καρπο-φόρος

καρπο-φόρος, fruchttragend, fruchtbar; Λιβύη Pind. P. 4, 6; ἄρουραι N. 6, 9; πεδία, γύαλα, Eur. Hel. 1501 I. T. 1235; φοίνικες Xen. Cyr. 6, 2, 22; Sp. Bei Paus. 8, 53, 7 heißt so Δημήτηρ καὶ Κόρη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ζωηφόρος — ο (AM ζωηφόρος, ον) αυτός που παρέχει ζωή, ζωοδότης, ζωογόνος, σωτήριος νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζωηφόρος εσφ. τ. αντί ζωφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωή + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ζωφόρος — (I) ο βλ. ζωοφόρος (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, σημαιο φόρος]. (II) η βλ. ζωοφόρος (ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζωοφόρος (ΙΙ)] …   Dictionary of Greek

  • θανατοφόρος — θανατοφόρος, ον (Α) ο θανατηφόρος («θανατοφόρα πάθη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + φόρος < φέρω πρβλ. ανθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ισοφόρος — ἰσοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει ή έλκει ίσα βάρη «βόες ἥλικες... ἰσοφόροι», Ομ.Οδ).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. δρεπανη φόρος, καρπο φόρος. Η παροξυτονία προσδίδει στο συνθ. ενεργ. σημασία] …   Dictionary of Greek

  • καταιγιδοφόρος — ο αυτός που φέρνει καταιγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταιγίδα + φορος (< φόρος < φέρω) πρβλ. καρπο φόρος, πυρφόρος] …   Dictionary of Greek

  • κοσμοφόρος — κοσμοφόρος, ὁ (ΑM) επιγρ. αυτός που κρατούσε τα κοσμήματα κατά τις θρησκευτικές πομπές μσν. (για την κιβωτό τού Νώε) αυτός που μεταφέρει κόσμο αρχ. αρχιτ. διακοσμητικό διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος, μυρο… …   Dictionary of Greek

  • κραστιφόρος — κραστιφόρος, ον (Α) αυτός που παράγει πολλή χλόη, άφθονα χόρτα («κραστιφόρος Σκυθία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κράστις + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυοφόρος — κυοφόρος, ον (AM) εύφορος, γόνιμος μσν. φρ. «κυοφόρος δίφρος» ειδικό κάθισμα για τις επιτόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αχθο φόρος, κάρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • ροδοφόρος — ον, Α (για τόπο) αυτός που παράγει ρόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + φόρος (< φέρω), πρβλ. καρπο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κυκλοφορώ — (Α κυκλοφοροῡμαι, έομαι και κυκλοφορῶ, έω) κινούμαι κυκλικά, περιστρέφομαι, περιφέρομαι, κινούμαι νεοελλ. 1. θέτω κάτι σε κυκλοφορία ή τίθεμαι σε κυκλοφορία, σε χρήση, σε συναλλαγή, διακινώ ή διακινούμαι (α. «κατηγορήθηκε γιατί κυκλοφόρησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”