- καρπεύω
καρπεύω, die Frucht einsammeln, ernten, benutzen, Hyperid. bei Poll. 7, 149; χώραν Pol. 10, 28, 3; – intrans., = εὐκαρπέω, Ar. bei Poll. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπεύω, die Frucht einsammeln, ernten, benutzen, Hyperid. bei Poll. 7, 149; χώραν Pol. 10, 28, 3; – intrans., = εὐκαρπέω, Ar. bei Poll. a. a. O.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπεύω — (AM καρπεύω) [καρπός (Ι)] νεοελλ. μσν. παράγω καρπούς («οι πορτοκαλιές έχουν καρπέψει») αρχ. 1. συγκομίζω τον καρπό 2. επωφελούμαι από κάποιον … Dictionary of Greek
καρπεύσουσι — καρπεύω enjoy the fruits of aor subj act 3rd pl (epic) καρπεύω enjoy the fruits of fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καρπεύω enjoy the fruits of fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπευθέν — καρπεύω enjoy the fruits of aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπεύειν — καρπεύω enjoy the fruits of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπεύεται — καρπεύω enjoy the fruits of pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπευμα — το (Α κάρπευμα) [καρπεύω] νεοελλ. η ετήσια παραγωγή καρπών μιας έκτασης φυτεμένης με οπωροφόρα δένδρα αρχ. καρπός … Dictionary of Greek
καρπεία — καρπεία, ἡ (Α) [καρπεύω] 1. η απολαβή, η κάρπωση («καρπεία τῶν κρεῶν», Πολ.) 2. στον πληθ. αἱ καρπεῑαι οι μισθοί … Dictionary of Greek
καρπείον — καρπεῑον, τὸ (Α) [καρπεύω] 1. ο καρπός 2. η κάρπωση … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
καρπεῦσαι — καρπέω pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) καρπεύω enjoy the fruits of aor inf act καρπόω bear fruit pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαρπεύεσθαι — ἀπό καρπεύω enjoy the fruits of pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)