- καρπό-χειρ
καρπό-χειρ, ὁ, nach Eust. der vulgäre Ausdruck für καρπὸς χειρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρπό-χειρ, ὁ, nach Eust. der vulgäre Ausdruck für καρπὸς χειρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακρόχειρ — ἀκρόχειρ ( χειρος), ο (Α) 1. το μέρος τού χεριού από τον καρπό και κάτω 2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ μεταγενέστερη λ. αντί τού ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους] … Dictionary of Greek
παλάμη — (I) και απαλάμη, η (ΑΜ παλάμη) 1. η εσωτερική επιφάνεια τού χεριού ανάμεσα στον καρπό και στα δάχτυλα, η χούφτα ή φούχτα 2. το χέρι («παλάμη δ ἔχε χάλκεον ἔγχος», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. μονάδα μήκους ίση με το 1/10 τού μέτρου, μονάδα επιφάνειας ίση… … Dictionary of Greek
χείρακρα — τὰ, Α τα άκρα τών χεριών από τον καρπό και κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἄκρα, πληθ. τού ἄκρον (πρβλ. ἄκρα χειρῶν)] … Dictionary of Greek
χειρίδα — η / χειρίς, ῑδος, ΝΜΑ μανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ. β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στον… … Dictionary of Greek
χειραλγία — η, ΝΜΑ ρευματικός πόνος στον καρπό και στα δάχτυλα τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + αλγία*] … Dictionary of Greek