καπηλεία

καπηλεία

καπηλεία, , Kleinhandel, Krämerei; neben ἐμπορία u. πανδοκεία Plat. Legg. XI, 918 d; Schenkwirthschaft, οἴνου τε μεταβαλλόμενος καὶ σίτου πρᾶσιν, ὃ δὴ καπηλείαν ἐπονομάζουσιν οἱ πλεῖστοι VIII, 849 d; als ἀνελεύϑερος bezeichnet XI, 919 e. Von geschmückten Frauen heißt es Poll. 5, 102 καπηλείαν ἀσκεῖν προςώπῳ. Vgl. καπηλεύω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καπηλεία — καπηλείᾱ , καπηλεία retail trade fem nom/voc/acc dual καπηλείᾱ , καπηλεία retail trade fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλείᾳ — καπηλείᾱͅ , καπηλεία retail trade fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλεία — η (Α καπηλεία) [καπηλεύω] το κέρδος που αποκομίζεται με δόλια και ταπεινά μέσα νεοελλ. 1. η αισχροκέρδεια στο εμπόριο 2. η εκμετάλλευση ιδεωδών ή θεσμών για ιδιοτελείς σκοπούς («η καπηλεία τής πατρίδας, τής θρησκείας, τής δημοκρατίας» κ.λπ.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • καπηλεία — η αθέμιτη εκμετάλλευση ευγενούς ιδεώδους ή υπόθεσης: Αυτό που κάνει αποτελεί καπηλεία της επιστήμης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπηλεῖα — καπηλεῖον shop of a neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλείας — καπηλείᾱς , καπηλεία retail trade fem acc pl καπηλείᾱς , καπηλεία retail trade fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλείαν — καπηλείᾱν , καπηλεία retail trade fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλεῖαι — καπηλεία retail trade fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπηλείαις — καπηλεία retail trade fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ТОРГОВЛЯ —    • Mercatūra,          ε̉μπορία (см. Έμπορος, Торговец), оптовая Т. имела вообще в древности соответствующее значение и считалась почетным занятием, между тем как мелкая Т., καπηλεία, caupona, вследствие связанных с ней обманов и плутовства, а… …   Реальный словарь классических древностей

  • TABERNA — I. TABERNA oppid. Germaniae secundae triplex, Unum in Alsatia inferiori Zabern, simpliciter, vel Elsaszabern incolis, amplum, alias munitum, cum arce valida, nunc disiecta. Baudrand. de novo instauratur, A. C. 1675. Ad amnem Sorr, 4. leucis ab… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”