- καπνο-δόχος
καπνο-δόχος, den Rauch auffangend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπνο-δόχος, den Rauch auffangend?
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωοδόχος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 387 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται ΒΔ και κοντά στα Ιωάννινα. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πασαρώνος. * * * ο (AM ζωοδόχος, ον) 1. (κυρίως για τον τάφο τού Ιησού ή για τον ουρανό)… … Dictionary of Greek
κληροδόχος — ο αυτός που δέχεται κληρονομία ή κληροδότημα το οποίο τού αφήνει κάποιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῆρος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο δόχος, καπνο δόχος. Ο τ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κοπροδόχος — ο (Α κοπροδόχος, ον) νεοελλ. προορισμένος να δέχεται κόπρανα αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κοπροδόχος κοπροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
κοσμοδόχος — κοσμοδόχος, ον (Α) (για τόν Άδη) αυτός που δέχεται τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
κρεοδόχος — κρεοδόχος, ον (Α) κρειοδόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
φωτοδόχος — ον, Μ (για λυχνάρι) αυτός που έχει φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος, ξενο δόχος] … Dictionary of Greek
χοληδόχος — και χολοδόχος, ο / χοληδόχος και χολοδόχος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, και χολιοδόχος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει χολή 2. φρ. α) «χοληδόχος κύστη» και «χοληδόχος κύστις» ανατ. μεμβρανώδης απιοειδής σάκος, προσαρτημένος στην κάτω επιφάνεια τού… … Dictionary of Greek
μανναδόχος — μανναδόχος, ον (AM, Μ και μαννοδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει το μάννα («ὁ μανναδόχος στάμνος») 2. μτφ. ως επίκληση τής Θεοτόκου («στάμνε μανναδόχε..., Μαρία Θεοτόκε», Αλφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
οινοδόχος — οἰνοδόχος, ον (Α) 1. αυτός που περιέχει κρασί 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόχος οινοχόος, κεραστής (ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
οψοδόχος — ὀψοδόχος, ον (Μ) αυτός που δέχεται τα όψα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
πεπλοδόχος — ον, Μ αυτός στον οποίο τοποθετείται ο πέπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek