- καπυρίδια
καπυρίδια, τά, Kuchenteig, Ath. III, 113 d. Vgl. καπυρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπυρίδια, τά, Kuchenteig, Ath. III, 113 d. Vgl. καπυρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπυρίδια — καπυρίδια, τὰ (Α) [καπυρός] φρ. «καπυρίδια τράκτα» είδος πίτας … Dictionary of Greek