- καπυρίζω
καπυρίζω (von καπυρός, etwa frische, reine Luft schöpfen, oder laut lachen, nur übertr.), sich's wohl sein lassen, schwelgen, Strab. XVII, 1, 800.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπυρίζω (von καπυρός, etwa frische, reine Luft schöpfen, oder laut lachen, nur übertr.), sich's wohl sein lassen, schwelgen, Strab. XVII, 1, 800.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καπυρίζω — (Α) [καπυρός] 1. ζω τρώγοντας καπύρια 2. διασκεδάζω, γλεντοκοπώ («διαίτας ἔχουσα καὶ ἀπόψεις τοῑς καπυρίζειν βουλομένοις», Στράβ.) … Dictionary of Greek
καπυρίζουσιν — καπυρίζω live riotously pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καπυρίζω live riotously pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυρίζειν — καπυρίζω live riotously pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπυριστής — καπυριστής, ὁ (Α) [καπυρίζω] ασελγής, ακόλαστος («τρυφηλῶν ἀνθρώπων καπυριστῶν», Στράβ.) … Dictionary of Greek
κραμβαλίζω — (Α) (Ησύχ.) «καπυρίζω», ασωτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραμβαλέος «ξηρός, καβουρντισμένος». Η σημ. «ασωτεύω» προήλθε μάλλον από σύγχυση προς το κρεμβαλιάζω «χορεύω στον ήχο τών κροτάλλων»] … Dictionary of Greek