κύκνος

κύκνος

κύκνος, , der Schwan; δουλιχόδειρος Il. 2, 459; ἀερσιπόται Hes. Sc. 316, wo seines Gesanges zuerst gedacht wird, wie Aesch. Ag. 1419 κύκνου δίκην τὸν ὕστατον μέλψασα ϑανάσιμον γόον, wie ἀχέτας Eur. El. 151; πολιόχρως Bacch. 1362; vgl. κύκνου πολιώτεραι αἲδ' ἐπανϑοῦσιν τρίχες Ar. Vesp. 1164; auch als weissagend wurden sie betrachtet, τῶν κύκνων φαυλότερος τὴν μαντικήν Plat. Phaed. 84 e. – Uebertr., der Dichter, Leon. Tar. 80 (VII, 19).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κύκνος — swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — swan masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνος — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 249 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 22 χλμ. ΒΔ της πόλης της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μύκης. II (Αστρον.). Αστερισμός του βορείου ημισφαιρίου. Βρίσκεται ανάμεσα στον… …   Dictionary of Greek

  • κύκνος — ο το πουλί κύκνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Кикн — (Κύκνος) по греческому преданию, сын Ареса, грабил и убивал путешественников в Фессалии. Несмотря на помощь от отца, К. был убит Гераклом, которого выслал против К. Аполлон, так как последний подстерегал процессии к святилищу бога. Как… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κύκνε — Κύκνος swan masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνε — κύκνος swan masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύκνοι — Κύκνος swan masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνοι — κύκνος swan masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κύκνοιο — Κύκνος swan masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύκνοιο — κύκνος swan masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”