κόλπος

κόλπος

κόλπος, , 1) Busen, Schooß; παῖδ' ἐπὶ κόλπῳ ἔχουσα Il. 6, 400; ἂψ ὁ πάϊς πρὸς κόλπον τιϑήνης ἐκλίνϑη 467; auch κόλπῳ δέξασϑαι und ὑποδέξασϑαι, als Ausdruck mütterlicher Liebe u. Fürsorge; auch im plur., δεύοντο δὲ δάκρυσι κόλποι 9, 570, vgl. διαμυδαλέοισι δάκρυσι κόλπους τέγγουσι Aesch. Spt. 531. – Der Mutterschooß; κρύψε ὠδῖνα κόλποις Pind. Ol. 6, 31; vgl. Eur. Hel. 1159; ἤπιος ἔξιϑι κόλπου Callim. Del. 214, wie Iov. 15; γυναικεῖος S. Emp. adv. math. 5, 62; Poll. 2, 222; auch Medic. – 2) der Busen des Kleides, die große Falte, welche das Gewand unterhalb der Brust wirst, bes. der durch das Gürten des Kleides entstandene Bausch; auch im plur., Il. 22, 80; αἶψα τρί' ἄλεισα κατακρύψασ' ὑπὸ κόλπῳ ἔκφερεν Od. 15, 469; so öfters als Tasche u. zum Verbergen einer Sache benutzt, ὑπὸ κόλπου ἔχειν, ἐκκομίζειν, Luc. Hermot. 37. 81; κόλπῳ βυσσίνου πεπλώματος Aesch. Spt. 1030; ἐνδὺς χιτῶνα μέγαν καὶ κόλπον πολὺν καταλιπ όμενος τοῠ χιτῶνος Her. 6, 125; Sp., wie Pol. 3, 33, 2. – 3) übh. jede busenartige Vertiefung; der Meeresschooß, Θέτιδος κόλπος, Il. 18, 398; εἴσω ἁλὸς εὐρέα κόλπον 21, 124; vgl. 18, 140 Od. 4, 435; so sehr häufig der Meerbusen, die Bucht; Il. 2, 560; Ἀργεῖος Pind. P. 4, 49; Ῥέας Aesch. Prom. 841; auch in Prosa, bes. Strab.; – auf dem festen Lande, ein tiefer Thalgrund, zwischen hohen Bergen, Νεμέας Pind. Ol. 9, 93, Τροίας ἐν κόλποις Eur. Troad. 130; εὐανϑεῖς κόλποι λειμώνων Ar. Ran. 373; – übh. Wölbung, Höhlung, αἰϑέρος Pind. Ol. 13, 85. – Bei den Aerzten ein Fistelschaden, der eiternd unter der Haut um sich frißt. – Nach Einigen verwandt mit κοῖλος (?).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κόλπος — κόλπος, ο και κόρφος, ο 1. στήθος. 2. αγκαλιά: Την έσφιξε στους κόλπους του. 3. περιβάλλον: Γύρισε στους κόλπους της οικογένειάς της. 4. τμήμα θάλασσας που μπαίνει βαθιά στην ξηρά: Έχουν αγκυροβολήσει στον Κορινθιακό κόλπο. 5. συμφόρηση, νταμπλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόλπος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • Κόλπος Ορφανού — Sp Strimòno įlanka Ap Στρυμονικός Κόλπος/Strymonikos Kolpos Sp Orfãno įlanka Ap Κόλπος Ορφανού/Kolpos Orfanou L Egėjo j., ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Άγιου Όρους — Sp Ãgios Òro įlanka Ap Κόλπος Άγιου Όρους/Kolpos Agiou Orous L Egėjo j., ŠR Graikija (Chalkidikė) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Ιερισσού — Sp Jeriso įlanka Ap Κόλπος Ιερισσού/Kolpos Ierissou L prie Chalkidikės r krantų, ŠR Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Κισσάμοu — Sp Kisãmo įlanka Ap Κόλπος Κισσάμοu/Kolpos Kissamou L prie Kretos š vakarų, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Κόλπος Σούδαs — Sp Sùdos įlanka Ap Κόλπος Σούδαs/Kolpos Soudas L Egėjo j., Graikija (Kreta) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Θερμαϊκός κόλπος — Κόλπος που σχηματίζεται στη βορειοδυτική άκρη του Αιγαίου Πελάγους, μεταξύ της χερσονήσου της Χαλκιδικής στα ανατολικά και των ακτών των νομών Θεσσαλονίκης, Ημαθίας και Πιερίας στα δυτικά. Από τον μυχό του έως την είσοδό του έχει μήκος 78 μίλια… …   Dictionary of Greek

  • Μαλιακός κόλπος — Κόλπος της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ανάμεσα στη Φθιώτιδα και στη Λοκρίδα. Είναι γεωλογικό δημιούργημα του ρήγματος το οποίο σχημάτισε και τον Ευβοϊκό κόλπο. Αρχίζει από τα ακρωτήρια Καραβοφάναρο και Χιλιομίλι, στο εσωτερικό του σχηματίζονται… …   Dictionary of Greek

  • Λακωνικός κόλπος — Κόλπος (πλάτος περ. 20 μίλια) στη νότια Πελοπόννησο ανάμεσα στις χερσονήσους της Μάνης στα Δ, που καταλήγει στο ακρωτήριο Ταίναρο, και Έλους ή Επιδαύρου Λιμηράς στα Α, που καταλήγει στο ακρωτήριο Μαλέας. Η είσοδός του ανοίγεται μεταξύ του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”