- κόμμωμα
κόμμωμα, τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰςάγειν Luc. hist. conscr. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κόμμωμα, τό, das Geputzte, künstlicher Schmuck, Putz; τῇ ἱστορίᾳ τὰ τῆς ποιητικῆς κομμώματα εἰςάγειν Luc. hist. conscr. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.