κόμπος

κόμπος

κόμπος, , Lärm, Geräusch, Rasseln; bes. von zwei aneinanderschlagenden Körpern, wie es entsteht, wenn der Eber seine Zähne segt oder wetzt, Il. 11, 416. 12, 149; vom Gestampf der Tanzenden, Od. 8, 380; übh. S cha ll, Klang. – Gew. übertr., die Prahlerei, das Groß sprechen; ὁ κόμπος οὐ κατ' ἄνϑρωπον φρονεῖ Aesch. Spt. 407, öfter; Ζεὺς γὰρ. μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχϑαίρει Soph. Ant. 127; τόδ' οὐ κόμπῳ λέγω Eur. Hel. 400, öfter; – auch τοιόςδ' ὁ κόμπος τῆς ἀληϑείας γέμων οὐκ αἰσχρός, Aesch. Ag. 599; u. so im guten Sinne, das Rühmen, Soph. Ai. 96; Pind. κόμπον τὸν ἐοικότα ἀοιδᾷ κιρνάμεν, Ruhm, Lob, I. 4, 26; ἀγάνορα κόμπον φέρειν 1, 43, vgl. N. 8, 49. – In Prosa, ὅρα μὴ μάτην κόμπος ὁ λόγος οὗτος εἰρημένος εἴη Her. 7, 103; καὶ ἀλαζονεία Aesch. 3, 237; πλούτῳ δὲ ἔργου μᾶλλον ἢ λόγου κόμπῳ χρώμεϑα Thuc. 2, 40; Plut. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κομπός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — din masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …   Dictionary of Greek

  • κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπούς — κομπός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπόν — κομπός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμποις — κόμπος din masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”